- αντεκδικούμαι
- (-έομαι)κάνω κακό σε κάποιον για εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + εκδικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον αντιστράτηγο Αμβρόσιο Φραντζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek